Βρήκα αυτό το ποίημα και μου φάνηκε πολύ αστείο. Σας παραθέτω το link http://fankingdom.sff.gr/vincent_frog.htm και ένα απόσπασμα:
Βικέντιος ο Βάτραχος
Μια ιστορία θα σας πω, που ίσως να μοιάζει με άλλες,
μάλλον πιο ενδιαφέρουσες, σίγουρα πιο μεγάλες.
Μα η ιστορία μου αυτή μεγάλο έχει βάρος,
μιλάει για έναν βάτραχο που είχε περίσσιο θάρρος.
Βικέντιο τον έλεγαν τον βάτραχο εκείνο,
(δεν είναι στάνταρ το όνομα, συνέχεια το σβήνω).
Που λέτε, ο Βικέντιος σε λίμνη κατοικούσε,
νόστιμες μύγες χάφτοντας την ώρα του περνούσε.
Και πάντοτε παρέα του είχε την Βερενίκη,
μια βατραχίνα, που γι’ αυτόν μεγάλη έπαθε φρίκη.
Αλλά κι ο φίλος μας πολύ την αγαπούσε εκείνη,
κι ανησυχούσε δίπλα του για πάντα αν θα μείνει.
Ζευγάρι ήταν ταιριαστό, το έλεγαν κι οι γυρίνοι,
και ένας ιπποπόταμος που σύχναζε στη λίμνη.
Χιουμοριστικές ιστορίες φαντασίας
- rapadder
- Gbyte level
- Posts: 1897
- Joined: Thu Jun 17, 2004 7:12 pm
- Academic status: Alumnus/a
- Gender: ♂
Χιουμοριστικές ιστορίες φαντασίας
... Γράφτε κώδικα όσο είναι καιρός ...
- rapadder
- Gbyte level
- Posts: 1897
- Joined: Thu Jun 17, 2004 7:12 pm
- Academic status: Alumnus/a
- Gender: ♂
Παραθέτω την συνέχεια:
Μια μέρα όμως που κάθονταν στης λίμνης την ακρούλα,
η Βερενίκη κρύφτηκε πίσω από κάτι βούρλα.
Ζυγώνει ο Βικέντιος, έκπληξη να της κάνει,
μα η πολυαγαπημένη του μάλλον την είχε κάνει.
Σκόνη είχε γίνει και καπνός, χάθηκε στον αέρα.
Ο ήρωας μας σάστισε, κινήθηκε σα σφαίρα.
Στα δέντρα έψαξε κοντά, στις πέτρες, στα καλάμια.
Ρώτησε όσους έφταναν στη λίμνη απ’ τα ποτάμια.
Κανένας δεν την είχε δει, ούτε και ανταμώσει.
Κι έτρεξε ο Βικέντιος σ’ Εκείνον που είχε γνώση.
Ήταν της λίμνης ο Σοφός, πρώτος μες στους αφέντες,
που μίλαγε με κρυπτικές, περίεργες κουβέντες.
Ευθύς προς τη βελανιδιά τρέχει για να ρωτήσει,
και ο Σοφός την πόρτα του πήγαινε για να κλείσει.
Τον προλαβαίνει ο βάτραχος, με σέβας πλησιάζει,
τα μάτια του γυρνά ο Σοφός, περίεργα κοιτάζει.
«Γιατί άργησες Βικέντιε; Σε περιμένω ώρα.»
«Πίκρα μεγάλη έχω άρχοντα. Περνάμε μέσα τώρα;»
Μπήκαν μες στη βελανιδιά, κι ανέβηκαν τη σκάλα.
Έκατσαν πάνω σε κλαδί, από τα πιο μεγάλα.
Φέρνει ο Σοφός τη σφαίρα του και τη στριφογυρίζει,
και λέξεις ακατάληπτες πήρε να μουρμουρίζει.
«Πλάσμα μεγάλο φτερωτό πρέπει να συναντήσεις,
αν θες την Βερενίκη σου να βρεις και να γυρίσεις.
Να κάνεις ό,τι κι αν σου πει, ό,τι κι αν σε προστάξει,
μα μην τ’ αφήσεις μακριά μονάχο να πετάξει.
Δύο συντρόφους μοναχά στον πηγαιμό θα έχεις,
μα μην τους ψάξεις, θα σε βρουν˙ μάθε να τους αντέχεις.
Κι όταν η ώρα η κρίσιμη έρθει να μην σαστίσεις,
μην πολεμήσεις μα να βρεις το φως που είναι να σβήσεις.»
Αυτά είπε και έπαψε η σφαίρα να γυρνάει,
και άλλα ο Βικέντιος δεν είχε να ρωτάει.
Από το δέντρο βγαίνουνε και ο Σοφός του λέει:
«Να’ ναι γοργός ο γυρισμός, σαν το νερό που ρέει.»
«Ευχαριστώ σε, γέροντα, για κάθε συμβουλή σου,
Χάρη, να ξέρεις, σου χρωστώ και αυτό μόνο θυμήσου:
Όταν γυρίσω από μακριά, μ’ αυτήν που έχω χάσει,
η ώρα για να πληρωθείς, τότε θα έχει φτάσει.»
«Μην νοιάζεσαι, Βικέντιε, τη χάρη τη δική μου.
Να σκέφτεσαι το στόχο σου και προσοχή, παιδί μου.»
Έτσι αποχωριστήκανε και ο Σοφός γυρνάει,
έκανε δέκα βήματα, στο δέντρο μέσα πάει.
Ο βάτραχος δεν έχασε στιγμή πια εκεί πέρα,
να φύγει ήθελε προτού να τον προλάβει η μέρα.
Στης λίμνης μέσα τη φωλιά, παίρνει τα πράγματά του
Για ν’ αρχινήσει ο μισεμός μα και τα βάσανά του.
Τους δυο γονείς του χαιρετά, απ’ τη φωλιά πριν φύγει,
τ’ αδέλφια του και ύστερα την πόρτα της ανοίγει.
Παίρνει το δρόμο του νοτιά, τη λίμνη τώρα αφήνει,
στης περιπέτειας μπλέχτηκε την πονηρή τη δίνη.
Η πρώτη νύχτα εμπόδιο δεν του ‘βαλε κανένα,
γιατί είχε τα περίχωρα της λίμνης μετρημένα.
Ύστερα, όταν ξημέρωσε, σε δάσος πλησιάζει,
με κάποιο μέρος του γνωστό, του φάνηκε πως μοιάζει.
Το Αρκοδάσος ήτανε, λημέρι των αρκούδων,
των κυνηγών, των τσακαλιών και μερικών μαϊμούδων.
Θυμήθηκε πως μια φορά, στην είσοδο είχε φτάσει,
και ένα φίδι φοβερό, σχεδόν τον είχε πιάσει.
Είσαστε να γράψουμε και τη συνέχεια; Όποιος θέλεις ας δώσει τα φώτα του :idea:.
Μια μέρα όμως που κάθονταν στης λίμνης την ακρούλα,
η Βερενίκη κρύφτηκε πίσω από κάτι βούρλα.
Ζυγώνει ο Βικέντιος, έκπληξη να της κάνει,
μα η πολυαγαπημένη του μάλλον την είχε κάνει.
Σκόνη είχε γίνει και καπνός, χάθηκε στον αέρα.
Ο ήρωας μας σάστισε, κινήθηκε σα σφαίρα.
Στα δέντρα έψαξε κοντά, στις πέτρες, στα καλάμια.
Ρώτησε όσους έφταναν στη λίμνη απ’ τα ποτάμια.
Κανένας δεν την είχε δει, ούτε και ανταμώσει.
Κι έτρεξε ο Βικέντιος σ’ Εκείνον που είχε γνώση.
Ήταν της λίμνης ο Σοφός, πρώτος μες στους αφέντες,
που μίλαγε με κρυπτικές, περίεργες κουβέντες.
Ευθύς προς τη βελανιδιά τρέχει για να ρωτήσει,
και ο Σοφός την πόρτα του πήγαινε για να κλείσει.
Τον προλαβαίνει ο βάτραχος, με σέβας πλησιάζει,
τα μάτια του γυρνά ο Σοφός, περίεργα κοιτάζει.
«Γιατί άργησες Βικέντιε; Σε περιμένω ώρα.»
«Πίκρα μεγάλη έχω άρχοντα. Περνάμε μέσα τώρα;»
Μπήκαν μες στη βελανιδιά, κι ανέβηκαν τη σκάλα.
Έκατσαν πάνω σε κλαδί, από τα πιο μεγάλα.
Φέρνει ο Σοφός τη σφαίρα του και τη στριφογυρίζει,
και λέξεις ακατάληπτες πήρε να μουρμουρίζει.
«Πλάσμα μεγάλο φτερωτό πρέπει να συναντήσεις,
αν θες την Βερενίκη σου να βρεις και να γυρίσεις.
Να κάνεις ό,τι κι αν σου πει, ό,τι κι αν σε προστάξει,
μα μην τ’ αφήσεις μακριά μονάχο να πετάξει.
Δύο συντρόφους μοναχά στον πηγαιμό θα έχεις,
μα μην τους ψάξεις, θα σε βρουν˙ μάθε να τους αντέχεις.
Κι όταν η ώρα η κρίσιμη έρθει να μην σαστίσεις,
μην πολεμήσεις μα να βρεις το φως που είναι να σβήσεις.»
Αυτά είπε και έπαψε η σφαίρα να γυρνάει,
και άλλα ο Βικέντιος δεν είχε να ρωτάει.
Από το δέντρο βγαίνουνε και ο Σοφός του λέει:
«Να’ ναι γοργός ο γυρισμός, σαν το νερό που ρέει.»
«Ευχαριστώ σε, γέροντα, για κάθε συμβουλή σου,
Χάρη, να ξέρεις, σου χρωστώ και αυτό μόνο θυμήσου:
Όταν γυρίσω από μακριά, μ’ αυτήν που έχω χάσει,
η ώρα για να πληρωθείς, τότε θα έχει φτάσει.»
«Μην νοιάζεσαι, Βικέντιε, τη χάρη τη δική μου.
Να σκέφτεσαι το στόχο σου και προσοχή, παιδί μου.»
Έτσι αποχωριστήκανε και ο Σοφός γυρνάει,
έκανε δέκα βήματα, στο δέντρο μέσα πάει.
Ο βάτραχος δεν έχασε στιγμή πια εκεί πέρα,
να φύγει ήθελε προτού να τον προλάβει η μέρα.
Στης λίμνης μέσα τη φωλιά, παίρνει τα πράγματά του
Για ν’ αρχινήσει ο μισεμός μα και τα βάσανά του.
Τους δυο γονείς του χαιρετά, απ’ τη φωλιά πριν φύγει,
τ’ αδέλφια του και ύστερα την πόρτα της ανοίγει.
Παίρνει το δρόμο του νοτιά, τη λίμνη τώρα αφήνει,
στης περιπέτειας μπλέχτηκε την πονηρή τη δίνη.
Η πρώτη νύχτα εμπόδιο δεν του ‘βαλε κανένα,
γιατί είχε τα περίχωρα της λίμνης μετρημένα.
Ύστερα, όταν ξημέρωσε, σε δάσος πλησιάζει,
με κάποιο μέρος του γνωστό, του φάνηκε πως μοιάζει.
Το Αρκοδάσος ήτανε, λημέρι των αρκούδων,
των κυνηγών, των τσακαλιών και μερικών μαϊμούδων.
Θυμήθηκε πως μια φορά, στην είσοδο είχε φτάσει,
και ένα φίδι φοβερό, σχεδόν τον είχε πιάσει.
Είσαστε να γράψουμε και τη συνέχεια; Όποιος θέλεις ας δώσει τα φώτα του :idea:.
... Γράφτε κώδικα όσο είναι καιρός ...