Τα ρετιρέ του Δημοσίου
Posted: Thu Jul 03, 2008 3:42 pm
Θα ήθελα να παραθέσω μερικά παράδοξα που διάβασα σε άρθρο:
Σήμερα, δημόσιοι υπάλληλοι με ακριβώς τα ίδια προσόντα και με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας παίρνουν διαφορετικούς μισθούς, όχι μόνο από υπουργείο σε υπουργείο, αλλά και μεταξύ υπηρεσιών ή φορέων του ίδιου του υπουργείου. Οι αποκλίσεις αυτές στο μισθολόγιο του Δημοσίου φτάνουν μέχρι το 88%. Παράδειγμα αποτελεί ο υπάλληλος με 33 χρόνια υπηρεσία και με πτυχίο στο υπουργείο Εργασίας (2.070 ευρώ τον μήνα) και ο αντίστοιχος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών (3.890 ευρώ). Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για μεικτές αποδοχές με τα βασικά επιδόματα (παιδιού, πτυχίου κ.λπ). Επίσης, σε κάποιους δημοσίους υπαλλήλους χορηγούνται και άλλες ενισχύσεις, όπως ειδικό επίδομα πληροφορικής, έξοδα μετακίνησης, αποζημιώσεις για συμμετοχή σε επιτροπές κ.ά. Οι ενισχύσεις αυτές φτάνουν στο 1,3 δισ. ευρώ τον χρόνο και δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός και αποτελεσματικός έλεγχος για το πώς χορηγούνται. Επιπλέον, τα ποσά αυτά ενισχύονται με κονδύλια των ειδικών λογαριασμών που ανέρχονται σε περίπου 4 δισ. ευρώ.
Οσο κι αν φαίνονται υψηλοί οι μισθοί ορισμένων υπουργείων, η σύνταξη θα υπολογισθεί χωρίς τα επιδόματα. Ομως, τα επιδόματα είναι αυτά που υπερδιπλασιάζουν τις αποδοχές. Για παράδειγμα, ένας διευθυντής υπουργείου με μηνιαίες αποδοχές άνω των 2.500 ευρώ θα πάρει σύνταξη περίπου 1.000 ευρώ (80% των συντάξιμων αποδοχών). Ομως, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής το 1991, στον υπάλληλο της Βουλής χορηγείται σύνταξη βάσει του 100% των συντάξιμων αποδοχών, στις οποίες λαμβάνονται υπόψη και τα επιδόματα και μάλιστα προσαυξημένα.
Τι άλλο έχει εντοπιστεί; Ενδεικτικά, υπάλληλοι στη Βουλή που αμείβονται καλύτερα από διευθυντή υπουργείου, υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών χωρίς πανεπιστημιακά προσόντα να παίρνουν μεγαλύτερο μισθό από ιατρό κ.λπ. Και αυτό κυρίως διότι οι υπάλληλοι της Βουλής λαμβάνουν 16 μισθούς τον χρόνο και όχι 14, όπως οι υπόλοιποι.
- Η σύνταξη μιας καθαρίστριας στη Βουλή, ύστερα από 29 έτη εργασίας, ξεπερνά τα 1.600 ευρώ, όταν η αντίστοιχη σύνταξη διευθυντού ενός υπουργείου ανέρχεται σε περίπου 960 ευρώ. Η απόκλιση αυτή, σχεδόν 80%, προκύπτει διότι στον υπολογισμό της σύνταξης των υπαλλήλων της Βουλής λαμβάνονται υπόψη και τα επιδόματα και μάλιστα προσαυξημένα κατά ένα ποσοστό. Ετσι, προκύπτει το εξής παράδοξο: Η σύνταξη των υπαλλήλων της Βουλής είναι κατά τι (περίπου 15%) υψηλότερη από τον τελευταίο μισθό!
- Ο μισθός ενός γιατρού, επιμελητή Α΄ που εργάζεται στο ΕΣΥ, είναι σήμερα περίπου 2.500 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή αμείβεται με λιγότερα κατά 300 ευρώ έως 1.300 ευρώ, σε σχέση με έναν υπάλληλο του υπουργείου Οικονομικών με σχεδόν τα ίδια χρόνια εργασίας.
- Οι μεικτές αποδοχές ενός υπαλλήλου που εργάζεται στο υπουργείο Οικονομίας ως εφοριακός φτάνουν μέχρι τα 3.890 ευρώ τον μήνα. Ο αντίστοιχος συνάδελφός του, επίσης του υπουργείου Οικονομίας, που εργάζεται στην ΕΣΥΕ, παίρνει 3.510 ευρώ τον μήνα. Εννοείται ότι έχουν ακριβώς τα ίδια τυπικά προσόντα και τα ίδια χρόνια υπηρεσίας.
Και τώρα ένα ενδιαφέρον ερώτημα:
Γιατί 40.000 δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή σχεδόν ένας στους δέκα θέλουν να μεταταγούν στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών; Γιατί κανένας δεν θέλει να φύγει από το συγκεκριμένο υπουργείο; Γιατί τα φροντιστήρια για υποψήφιους στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ κάνουν ειδική αναφορά στις εξετάσεις για την πρόσληψη υπαλλήλων στο υπουργείο Οικονομικών και έχουν υψηλότερα δίδακτρα; Τι είναι αυτό που ενώνει όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις, όλων των σωματείων εργαζομένων του υπουργείου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα η απάντηση είναι μια: ΔΙΒΕΕΤ. Το αρκτικόλεξο αυτό αντιστοιχεί με σχεδόν ένα δεύτερο μισθό, καθιστά τους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών από τους πλέον υψηλόμισθους του δημόσιου τομέα και σημαίνει «Δικαιώματα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων».
Τα ΔΙΒΕΕΤ είναι η επιτομή του παραλογισμού, των ανισοτήτων και των συντεχνιακών πρακτικών που διαμόρφωσαν το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων από καταβολής ελληνικού κράτους.
Η ιστορία των ΔΙΒΕΕΤ ξεκινά το 1992, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Στέφανος Μάνος έδωσε ως μπόνους σε έναν περιορισμένο αριθμό ελεγκτών εφοριακών το 3% των εσόδων που υπερέβαιναν τους στόχους του προϋπολογισμού. Σταδιακά και επειδή το πλεόνασμα εσόδων δεν είναι κανόνας αλλά εξαίρεση στη σύγχρονη δημοσιονομική ιστορία του ελληνικού δημοσίου, τα μπόνους για να συνεχίσουν να καταβάλλονται, ονομάστηκαν ΔΙΒΕΕΤ και άρχισαν να χρηματοδοτούνται από τους φόρους υπέρ τρίτων που εισπράττουν οι ΔΟΥ. Επίσης, σταδιακά με διάφορες αποφάσεις των υπουργών Οικονομίας, με άλλες ονομασίες και άλλες πηγές πόρων επεκτάθηκαν σε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών, στη συνέχεια στους υπαλλήλους του πρώην υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και του Γενικού Λογιστηρίου και τελικά σε όλους τους υπαλλήλους των εποπτευόμενων φορέων του ΥΠΟΙΟ, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τον ΟΔΔΥ. Το 2004 άρχισε να χορηγείται και στους εργαζόμενους της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που ήταν οι τελευταίοι που δεν το έπαιρναν.
Ετσι, οι τελωνιακοί έχουν το ΔΕΤΕ που σημαίνει «Δικαιώματα Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών» και χρηματοδοτείται από την παρακράτηση ενός ποσοστού επί των εισαγωγών, εξαγωγών και μεταφορτώσεων φορτίων στα τελωνεία της χώρας. Αντίστοιχα, οι υπάλληλοι του Γενικού Χημείου του Κράτους έχουν τα Δικαιώματα Εκτέλεσης Χημικών εργασιών (ΔΕΧΕ), που επιβαρύνουν το κόστος των χημικών αναλύσεων, ενώ το αντίστοιχο επίδομα των υπαλλήλων του πρώην υπουργείου Εθνικής Οικονομίας χρηματοδοτείται με ποσοστό επί των χρηματοδοτούμενων ιδιωτικών επενδύσεων.
Το περίεργο με αυτά τα επιδόματα είναι ότι τα καλύπτει ένα πέπλο σιωπής και αδιαφάνειας. Ενώ όλες οι άλλες αυξήσεις μισθών και επιδομάτων ανακοινώνονται με τυμπανοκρουσίες, για να ενισχύσουν το κοινωνικό προφίλ της εκάστοτε κυβέρνησης και του υπουργού Οικονομίας, οι αναπροσαρμογές των ΔΙΒΕΕΤ και των παρόμοιων επιδομάτων γίνονται σιωπηρά, προφανώς για να μην προκαλέσουν τις αντιδράσεις των άλλων δημοσίων υπαλλήλων και των άλλων υπουργών. Σήμερα, τα ΔΙΒΕΕΤ ξεκινούν από 600 ευρώ περίπου και κλιμακώνονται έως τα 1.500, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας και την κατηγορία εκπαίδευσης του υπαλλήλου, όταν οι βασικοί μισθοί είναι μεταξύ 650 και 1.550 ευρώ μεικτά.
Επιπλέον, τα επιδόματα αυτά δεν είναι μόνο μεγάλα, αλλά έχουν και ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Φορολογούνται κατά το ήμισυ αυτοτελώς με ποσοστό 15%. Το τελευταίο διάστημα και εξαιτίας των σχεδίων για κατάργηση των ειδικών λογαριασμών απ’ όπου χρηματοδοτούνται αυτά τα επιδόματα, στις τάξεις των υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομίας κυκλοφορεί μια φήμη που τους προκαλεί φρίκη: να μπουν όλα αυτά τα έσοδα σε έναν κοινό λογαριασμό και να μοιραστούν ισόποσα σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους...
Παρεπιπτώντος, υπάρχει και ένα forum εφοριακών που καταγγέλει τα παραπάνω. Μπράβο τους!
Σήμερα, δημόσιοι υπάλληλοι με ακριβώς τα ίδια προσόντα και με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας παίρνουν διαφορετικούς μισθούς, όχι μόνο από υπουργείο σε υπουργείο, αλλά και μεταξύ υπηρεσιών ή φορέων του ίδιου του υπουργείου. Οι αποκλίσεις αυτές στο μισθολόγιο του Δημοσίου φτάνουν μέχρι το 88%. Παράδειγμα αποτελεί ο υπάλληλος με 33 χρόνια υπηρεσία και με πτυχίο στο υπουργείο Εργασίας (2.070 ευρώ τον μήνα) και ο αντίστοιχος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών (3.890 ευρώ). Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για μεικτές αποδοχές με τα βασικά επιδόματα (παιδιού, πτυχίου κ.λπ). Επίσης, σε κάποιους δημοσίους υπαλλήλους χορηγούνται και άλλες ενισχύσεις, όπως ειδικό επίδομα πληροφορικής, έξοδα μετακίνησης, αποζημιώσεις για συμμετοχή σε επιτροπές κ.ά. Οι ενισχύσεις αυτές φτάνουν στο 1,3 δισ. ευρώ τον χρόνο και δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός και αποτελεσματικός έλεγχος για το πώς χορηγούνται. Επιπλέον, τα ποσά αυτά ενισχύονται με κονδύλια των ειδικών λογαριασμών που ανέρχονται σε περίπου 4 δισ. ευρώ.
Οσο κι αν φαίνονται υψηλοί οι μισθοί ορισμένων υπουργείων, η σύνταξη θα υπολογισθεί χωρίς τα επιδόματα. Ομως, τα επιδόματα είναι αυτά που υπερδιπλασιάζουν τις αποδοχές. Για παράδειγμα, ένας διευθυντής υπουργείου με μηνιαίες αποδοχές άνω των 2.500 ευρώ θα πάρει σύνταξη περίπου 1.000 ευρώ (80% των συντάξιμων αποδοχών). Ομως, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής το 1991, στον υπάλληλο της Βουλής χορηγείται σύνταξη βάσει του 100% των συντάξιμων αποδοχών, στις οποίες λαμβάνονται υπόψη και τα επιδόματα και μάλιστα προσαυξημένα.
Τι άλλο έχει εντοπιστεί; Ενδεικτικά, υπάλληλοι στη Βουλή που αμείβονται καλύτερα από διευθυντή υπουργείου, υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών χωρίς πανεπιστημιακά προσόντα να παίρνουν μεγαλύτερο μισθό από ιατρό κ.λπ. Και αυτό κυρίως διότι οι υπάλληλοι της Βουλής λαμβάνουν 16 μισθούς τον χρόνο και όχι 14, όπως οι υπόλοιποι.


- Η σύνταξη μιας καθαρίστριας στη Βουλή, ύστερα από 29 έτη εργασίας, ξεπερνά τα 1.600 ευρώ, όταν η αντίστοιχη σύνταξη διευθυντού ενός υπουργείου ανέρχεται σε περίπου 960 ευρώ. Η απόκλιση αυτή, σχεδόν 80%, προκύπτει διότι στον υπολογισμό της σύνταξης των υπαλλήλων της Βουλής λαμβάνονται υπόψη και τα επιδόματα και μάλιστα προσαυξημένα κατά ένα ποσοστό. Ετσι, προκύπτει το εξής παράδοξο: Η σύνταξη των υπαλλήλων της Βουλής είναι κατά τι (περίπου 15%) υψηλότερη από τον τελευταίο μισθό!
- Ο μισθός ενός γιατρού, επιμελητή Α΄ που εργάζεται στο ΕΣΥ, είναι σήμερα περίπου 2.500 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή αμείβεται με λιγότερα κατά 300 ευρώ έως 1.300 ευρώ, σε σχέση με έναν υπάλληλο του υπουργείου Οικονομικών με σχεδόν τα ίδια χρόνια εργασίας.
- Οι μεικτές αποδοχές ενός υπαλλήλου που εργάζεται στο υπουργείο Οικονομίας ως εφοριακός φτάνουν μέχρι τα 3.890 ευρώ τον μήνα. Ο αντίστοιχος συνάδελφός του, επίσης του υπουργείου Οικονομίας, που εργάζεται στην ΕΣΥΕ, παίρνει 3.510 ευρώ τον μήνα. Εννοείται ότι έχουν ακριβώς τα ίδια τυπικά προσόντα και τα ίδια χρόνια υπηρεσίας.
Και τώρα ένα ενδιαφέρον ερώτημα:
Γιατί 40.000 δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή σχεδόν ένας στους δέκα θέλουν να μεταταγούν στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών; Γιατί κανένας δεν θέλει να φύγει από το συγκεκριμένο υπουργείο; Γιατί τα φροντιστήρια για υποψήφιους στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ κάνουν ειδική αναφορά στις εξετάσεις για την πρόσληψη υπαλλήλων στο υπουργείο Οικονομικών και έχουν υψηλότερα δίδακτρα; Τι είναι αυτό που ενώνει όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις, όλων των σωματείων εργαζομένων του υπουργείου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα η απάντηση είναι μια: ΔΙΒΕΕΤ. Το αρκτικόλεξο αυτό αντιστοιχεί με σχεδόν ένα δεύτερο μισθό, καθιστά τους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών από τους πλέον υψηλόμισθους του δημόσιου τομέα και σημαίνει «Δικαιώματα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων».
Τα ΔΙΒΕΕΤ είναι η επιτομή του παραλογισμού, των ανισοτήτων και των συντεχνιακών πρακτικών που διαμόρφωσαν το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων από καταβολής ελληνικού κράτους.
Η ιστορία των ΔΙΒΕΕΤ ξεκινά το 1992, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Στέφανος Μάνος έδωσε ως μπόνους σε έναν περιορισμένο αριθμό ελεγκτών εφοριακών το 3% των εσόδων που υπερέβαιναν τους στόχους του προϋπολογισμού. Σταδιακά και επειδή το πλεόνασμα εσόδων δεν είναι κανόνας αλλά εξαίρεση στη σύγχρονη δημοσιονομική ιστορία του ελληνικού δημοσίου, τα μπόνους για να συνεχίσουν να καταβάλλονται, ονομάστηκαν ΔΙΒΕΕΤ και άρχισαν να χρηματοδοτούνται από τους φόρους υπέρ τρίτων που εισπράττουν οι ΔΟΥ. Επίσης, σταδιακά με διάφορες αποφάσεις των υπουργών Οικονομίας, με άλλες ονομασίες και άλλες πηγές πόρων επεκτάθηκαν σε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών, στη συνέχεια στους υπαλλήλους του πρώην υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και του Γενικού Λογιστηρίου και τελικά σε όλους τους υπαλλήλους των εποπτευόμενων φορέων του ΥΠΟΙΟ, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τον ΟΔΔΥ. Το 2004 άρχισε να χορηγείται και στους εργαζόμενους της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που ήταν οι τελευταίοι που δεν το έπαιρναν.
Ετσι, οι τελωνιακοί έχουν το ΔΕΤΕ που σημαίνει «Δικαιώματα Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών» και χρηματοδοτείται από την παρακράτηση ενός ποσοστού επί των εισαγωγών, εξαγωγών και μεταφορτώσεων φορτίων στα τελωνεία της χώρας. Αντίστοιχα, οι υπάλληλοι του Γενικού Χημείου του Κράτους έχουν τα Δικαιώματα Εκτέλεσης Χημικών εργασιών (ΔΕΧΕ), που επιβαρύνουν το κόστος των χημικών αναλύσεων, ενώ το αντίστοιχο επίδομα των υπαλλήλων του πρώην υπουργείου Εθνικής Οικονομίας χρηματοδοτείται με ποσοστό επί των χρηματοδοτούμενων ιδιωτικών επενδύσεων.
Το περίεργο με αυτά τα επιδόματα είναι ότι τα καλύπτει ένα πέπλο σιωπής και αδιαφάνειας. Ενώ όλες οι άλλες αυξήσεις μισθών και επιδομάτων ανακοινώνονται με τυμπανοκρουσίες, για να ενισχύσουν το κοινωνικό προφίλ της εκάστοτε κυβέρνησης και του υπουργού Οικονομίας, οι αναπροσαρμογές των ΔΙΒΕΕΤ και των παρόμοιων επιδομάτων γίνονται σιωπηρά, προφανώς για να μην προκαλέσουν τις αντιδράσεις των άλλων δημοσίων υπαλλήλων και των άλλων υπουργών. Σήμερα, τα ΔΙΒΕΕΤ ξεκινούν από 600 ευρώ περίπου και κλιμακώνονται έως τα 1.500, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας και την κατηγορία εκπαίδευσης του υπαλλήλου, όταν οι βασικοί μισθοί είναι μεταξύ 650 και 1.550 ευρώ μεικτά.
Επιπλέον, τα επιδόματα αυτά δεν είναι μόνο μεγάλα, αλλά έχουν και ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Φορολογούνται κατά το ήμισυ αυτοτελώς με ποσοστό 15%. Το τελευταίο διάστημα και εξαιτίας των σχεδίων για κατάργηση των ειδικών λογαριασμών απ’ όπου χρηματοδοτούνται αυτά τα επιδόματα, στις τάξεις των υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομίας κυκλοφορεί μια φήμη που τους προκαλεί φρίκη: να μπουν όλα αυτά τα έσοδα σε έναν κοινό λογαριασμό και να μοιραστούν ισόποσα σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους...
Παρεπιπτώντος, υπάρχει και ένα forum εφοριακών που καταγγέλει τα παραπάνω. Μπράβο τους!